- πολυγονοειδής
- -ές, ΝΜΑ1. όμοιος με το φυτό πολύγονο, αυτός που ανήκει στην τάξη του3. το ουδ. ως ουσ. τό πολυγονοειδέςα) το φυτό δαφνοειδές, η δάφνηβ) το φυτό κληματίς, η κληματσίδανεοελλ.(πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα πολυγονοειδήβοτ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης φυτών πολυγονώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγονον + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.